βηχος αε

Η περιγραφή των λύσεων της Τράπεζας της Ελλάδος δίνει την εντύπωση πως οι αποφάσεις της Ευρωομάδας για το χρέος ήταν ημιτελείς και όχι πλήρως επεξεργασμένες. Κατά τους συντάκτες της έκθεσης περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης, εντός του συμφωνημένου μεσοπρόθεσμου πλαισίου, θα μπορούσαν να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους με βάση «ρεαλιστικότερους» στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα.


Να σημειωθεί πως η απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου αναγνωρίζει τη δυνατότητα μείωσης του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων σε επίπεδο ίσο προς ή λίγο πάνω από 2% του ΑΕΠ μετά το 2022 και προβλέπει πως από το 2018 έως το 2022 τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι στο 3,5% του ΑΕΠ.


βηχος αε

Η Τράπεζα της Ελλάδος υποστηρίζει ξεκάθαρα πως αυτό δεν είναι απαραίτητο.


σασι μεταφραση


«Μια ήπια αναδιάρθρωση με τη μορφή παράτασης των πληρωμών τόκων προς το EFSF, χωρίς επιπρόσθετο κόστος για τους δανειστές, θα επέτρεπε τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο πιο ρεαλιστικό επίπεδο του 2% του ΑΕΠ ήδη από το 2021», αναφέρουν σχετικά οι αναλυτές της.


φωστήρας συνωνυμο


Επίσης , υπογραμμίζουν πως όταν το χρέος υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ, μέτρα που μεταθέτουν τη δαπάνη πληρωμής τόκων στο μέλλον βελτιώνουν ταχύτερα τη σχέση χρέους/ΑΕΠ από ό, τι η αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Με αυτή τη λογική, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει την κεφαλαιοποίηση των πληρωμών τόκων προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) για την περίοδο 2022-2041 και τη σταδιακή αποπληρωμή τους εντόκως σε ορίζοντα εικοσαετίας (αυτό ισοδυναμεί με μετάθεση των τόκων μεσοσταθμικά κατά 8,5 χρόνια), χωρίς επιπρόσθετο κόστος για τους δανειστές.


«Οι υπολογισμοί δείχνουν ότι αυτό είναι κατ’ αρχάς ικανή συνθήκη για να επιτευχθεί οριακή βιωσιμότητα του χρέους, ακόμη και αν τα πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης διατηρηθούν στο 3,5% του ΑΕΠ μόνο μέχρι το 2020 και μειωθούν στο 2% του ΑΕΠ από το 2021 και μετά», αναφέρει η έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2016-2017 .


Ακόμη, σημειώνεται ότι η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών θα είναι ακόμη μεγαλύτερη αν το κόστος της επιμήκυνσης των πληρωμών τόκων επιμεριστεί μεταξύ της χώρας και των δανειστών.


Δημοσιονομική υπερ - επίδοση 45 ετών


Η Κεντρική Τράπεζα υπογραμμίζει πως η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ, καθώς διαπιστώνεται ήδη κούραση από την προσπάθεια για καταγραφή υψηλών πλεονασμάτων. Η έκθεση αποκαλύπτει κάτι που δεν είναι γνωστό. Πως ως αποτέλεσμα της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, η γενική κυβέρνηση παρουσίασε πλεόνασμα το 2016 για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, ενώ το διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα, στο οποίο δεν περιλαμβάνονται οι τόκοι, η επίδραση του οικονομικού κύκλου και οι έκτακτοι παράγοντες, βελτιώθηκε έναντι του 2015. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η τελευταία φορά που η Ελλάδα παρουσίασε πλεόνασμα στη γενική κυβέρνηση ήταν το 1971.


Η ΤτΕ αναφέρει πως το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2018-2021 που συμφώνησε η κυβέρνηση με τους δανειστές προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα σύμφωνα με τον ορισμό του προγράμματος ύψους 1,9% του ΑΕΠ για το 2017, 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 και 4% του ΑΕΠ για τα έτη 2019, 2020 και 2021, ωστόσο ξεκαθαρίζει πως ο στόχος για πλεόνασμα κρίνεται πολύ υψηλός για να είναι διατηρήσιμος σε βάθος χρόνου και ότι η δημοσιονομική προσπάθεια που χρειάζεται για την επίτευξή του μακροπρόθεσμα αποτελεί ανασχετικό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης που απαιτείται ώστε αυτή να αποδώσει.


Στη βάση αυτή η κεντρική τράπεζα αφήνει αιχμές για τις κυβερνητικές επιλογές σημειώνοντας πως «ο επαναπροσδιορισμός του δημοσιονομικού στόχου σε πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ αποτελεί μια περισσότερο ρεαλιστική προσέγγιση της απαραίτητης δημοσιονομικής προσαρμογής».


Σχόλια